- ἐξουδένωμα
- -ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 Ps 89(90),5scorn, contempt; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εξουδένωμα — ἐξουδένωμα, το (AM) 1. κάτι τελείως ασήμαντο, άξιο περιφρονήσεως 2. περιφρόνηση, εξευτελισμός … Dictionary of Greek
ἐξουδένωμα — contempt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξουδενώματα — ἐξουδένωμα contempt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)